θαλασσόκλυστος

θαλασσόκλυστος
θᾰλασσό-κλυστος, ον,
A dashed by the sea, Sch.Barocc.S.Aj.696 ( = 704 ed. T.Johnson, Oxon. 1705).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θαλασσόκλυστος — θαλασσόκλυστος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται τοποθετημένος πάνω στην ακτή και σκεπάζεται από τα κύματα τη στιγμή που σπάνε. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κλυστος (< κλύζω «κατακλύζω»), πρβλ. αλί κλυστος, ποταμό κλυστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”